ούλος

ούλος
(I)
-η, -ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, -η, -ον)
βλ. όλος
νεοελλ.
φρ. «είναι με τα ούλα του» — δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος.
————————
(II)
-η, -ο (ΑΜ οὖλος, -η, -ον)
(για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων», Ηρόδ.)
αρχ.
1. εριούχος, μάλλινος («ἀμφὶ δ' ἄρα χλαίνας οὔλας βάλον ἠδὲ χιτῶνας», Ομ. Οδ.)
2. πυκνός («χιτῶνα γ' ἔχων οὔλων ἐρίων», Αριστοφ.)
3. (για φυτά) περιτυλιγμένος, συνεστραμμενός («οὖλον σέλινον», Ιπποκρ.)
4. (γενικά) ο ελικοειδώς συνεστραμμένος
5. (για ξύλα) στερεός, σκληρός, συμπαγής
6. μτφ. (για λόγο) σύντομος, περιεκτικός («οὖλα καὶ πυκνὰ καὶ συνεστραμμένα φθεγγομένους», Πλούτ.)
7. (για χορό) αυτός που γίνεται με έντεχνη κάμψη και περιπλοκή τών ποδιών, γοργός
8. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οὖλα
ελικοειδώς, βοστρυχοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαιότερη σημ. τής λ. ούλος «σγουρός, κατσαρός» οδηγεί στη σύνδεσή της με το ρ. εἰλῶ «γυρίζω, συστρέφω» (βλ. λ. είλω). Αλλά και η σημ. «πυκνός, παχύς, συμπαγής, στέρεος» μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα σημασιολογικής εξέλιξης τής λ., χωρίς να είναι αναγκαία η αναγωγή της στο ρ. εἰλῶ «πιέζω, σφίγγω» (βλ. λ. είλω). Ωστόσο, η σύνδεση αυτή παρουσιάζει μορφολογικά προβλήματα σχετικά με τον ακριβή τρόπο παραγωγής τής λ. Έτσι, έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις, που παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως η προέλευση τής λ. οὖλος (II) από αμάρτυρους τύπους *Fόλνος ή *Fόλσος ή από *ὄFλος (< πρόθεση - + μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας *wel- «στρέφω, κυλίω»)ή από *-Fλος, με αναδιπλασιασμό (πρβλ. ίουλος)].
————————
(III)
οὖλος, -η, -ον (Α)
1. ολέθριος, καταστρεπτικός, φθοροποιός (α. «Τρώων δε οτίχας οὖλος Ἄρης ὤτρυνε», Ομ. Ιλ.
β. «οὖλος Ἔρως», Απολλ. Ρόδ.)
2. απατηλός, δολερός
3. αυτός που φέρνει θλίψη, θλιβερός («κνυζηθμὸν κυνὸς οὖλον», Νίκ.)
4. (το ουδ. ως επίρρ.) οὖλον
(στον Ομ.) θλιβερά, με θλίψη («οὖλον κεκλήγοντες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οὖλος (III) (< *ὄλFος, με σίγηση τού -F- και αντέκταση) ανάγεται στο θ. ὀλ- τού ὄλλυμι* «καταστρέφω» (πρβλ. ολοός* < *ολεFός). Η άποψη ότι το επίθ. οὖλος στη φρ. οὖλος Ὄνειρος σημαίνει «απατηλός» και συνδέεται με το λιθουαν. vilti «εξαπατώ» δεν θεωρείται πιθανή].
————————
(IV)
οὖλος, ὁ (Α)
1. δεμάτι θερισμένου σιταριού
2. ύμνος, ωδή προς τιμήν τής Δήμητρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὖλος αντιστοιχεί με τον τ. ἴουλος (< *Fi-Fολνος ή Fi-Fολσος) χωρίς διπλασιασμό (βλ. λ. ίουλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οὖλος — ὅλοξ masc nom sg (ionic) οὖλος 1 whole masc nom sg οὖλος 2 woolly masc nom sg οὖλος 3 destructive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλότερον — οὐ̱λότερον , ὅλοξ adverbial comp (ionic) οὐ̱λότερον , ὅλοξ masc acc comp sg (ionic) οὐ̱λότερον , ὅλοξ neut nom/voc/acc comp sg (ionic) οὐ̱λότερον , οὖλος 1 whole adverbial comp οὐ̱λότερον , οὖλος 1 whole masc acc comp sg οὐ̱λότερον , οὖλος 1… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλοτέρα — οὐ̱λοτέρᾱ , ὅλοξ fem nom/voc/acc comp dual (ionic) οὐ̱λοτέρᾱ , ὅλοξ fem nom/voc comp sg (attic doric ionic aeolic) οὐ̱λοτέρᾱ , οὖλος 1 whole fem nom/voc/acc comp dual οὐ̱λοτέρᾱ , οὖλος 1 whole fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλοτέραις — οὐ̱λοτέραις , ὅλοξ fem dat comp pl (ionic) οὐ̱λοτέρᾱͅς , ὅλοξ fem dat comp pl (attic ionic) οὐ̱λοτέραις , οὖλος 1 whole fem dat comp pl οὐ̱λοτέρᾱͅς , οὖλος 1 whole fem dat comp pl (attic) οὐ̱λοτέραις , οὖλος 2 woolly fem dat comp pl οὐ̱λοτέρᾱͅς …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλοτέρας — οὐ̱λοτέρᾱς , ὅλοξ fem acc comp pl (ionic) οὐ̱λοτέρᾱς , ὅλοξ fem gen comp sg (attic doric ionic aeolic) οὐ̱λοτέρᾱς , οὖλος 1 whole fem acc comp pl οὐ̱λοτέρᾱς , οὖλος 1 whole fem gen comp sg (attic doric aeolic) οὐ̱λοτέρᾱς , οὖλος 2 woolly fem …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλότατον — οὐ̱λότατον , ὅλοξ masc acc superl sg (ionic) οὐ̱λότατον , ὅλοξ neut nom/voc/acc superl sg (ionic) οὐ̱λότατον , οὖλος 1 whole masc acc superl sg οὐ̱λότατον , οὖλος 1 whole neut nom/voc/acc superl sg οὐ̱λότατον , οὖλος 2 woolly masc acc superl sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔλα — οὔ̱λᾱ , ὅλοξ fem nom/voc/acc dual (ionic) οὔ̱λᾱ , ὅλοξ fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) οὔ̱λᾱ , οὖλος 1 whole fem nom/voc/acc dual οὔ̱λᾱ , οὖλος 1 whole fem nom/voc sg (doric aeolic) οὔ̱λᾱ , οὖλος 2 woolly fem nom/voc/acc dual οὔ̱λᾱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔλας — οὔ̱λᾱς , ὅλοξ fem acc pl (ionic) οὔ̱λᾱς , ὅλοξ fem gen sg (doric ionic aeolic) οὔ̱λᾱς , οὖλος 1 whole fem acc pl οὔ̱λᾱς , οὖλος 1 whole fem gen sg (doric aeolic) οὔ̱λᾱς , οὖλος 2 woolly fem acc pl οὔ̱λᾱς , οὖλος 2 woolly fem gen sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔλω — οὔ̱λω , ὅλοξ masc/neut nom/voc/acc dual (ionic) οὔ̱λω , ὅλοξ masc/neut gen sg (doric ionic aeolic) οὔ̱λω , οὖλον the gums neut nom/voc/acc dual οὔ̱λω , οὖλον the gums neut gen sg (doric aeolic) οὔ̱λω , οὖλος 1 whole masc/neut nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔλων — οὔ̱λων , ὅλοξ fem gen pl (ionic) οὔ̱λων , ὅλοξ masc/neut gen pl (ionic) οὔ̱λων , οὖλον the gums neut gen pl οὔ̱λων , οὖλος 1 whole fem gen pl οὔ̱λων , οὖλος 1 whole masc/neut gen pl οὔ̱λων , οὖλος 2 woolly fem gen pl οὔ̱λων , οὖλος 2 woolly… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”